- μελοδραματικός
- η , ό[ν]1) оперный; 2) перен. театральный, напыщенный, помпезный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μελοδραματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μελόδραμα 2. αυτός που έχει ύφος λόγου που προσιδιάζει σε πρόσωπα μελοδράματος 3. υπερβολικός, πομπώδης, στομφώδης («μελοδραματικό ύφος»). επίρρ... μελοδραματικώς και ά με μελοδραματικό τρόπο, σαν πρόσωπο … Dictionary of Greek
μελοδραματικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο μελόδραμα: Μελοδραματικά κείμενα. 2. μτφ., πομπώδης, υπερβολικός στις εκφράσεις και τις κινήσεις, θεατρικός: Μας υποδέχτηκε με μελοδραματικό ύφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπαχ — (Bach). Επώνυμο οικογένειας μουσικών με καλλιτεχνική δραστηριότητα στη Γερμανία από τα μέσα του 16ου έως τα μέσα του 19ου αι. χωρίς διακοπή. Η πολιτιστική προσφορά της γενιάς των Μ. αποτελεί μοναδική εκπληκτική περίπτωση στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
δακρύβρεχτος — η, ο βρεγμένος από δάκρυα, μελοδραματικός: Το έργο ήταν ένα δακρύβρεχτο μελό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)